ῥόδινον

ῥόδινον
ῥόδινος
made of
masc acc sg
ῥόδινος
made of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιστάζω — (AM ἐπιστάζω) [στάζω] στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν») αρχ. παθαίνω νέα αιμορραγία τής μύτης …   Dictionary of Greek

  • οξυρρόδινον — ὀξυρρόδινον, τὸ (Α) (ενν. ἔλαιον) ροδέλαιο αναμεμιγμένο με ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ῥόδινον (ἔλαιον)] …   Dictionary of Greek

  • ρόδινος — η, ο / ῥόδινος, ίνη, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινο το χρώμα τού ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ 3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» είναι υπερβολικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”